- ευρέσιος
- εὑρέσιος, ὁ (Α) [εύρεσις](επίθ. τού Διός) προστάτης τών επινοήσεων, τών εφευρέσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὑρέσιος — εὕρεσις a finding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) εὑρέσιος Juppiter Inventor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεσίου — εὑρέσιος Juppiter Inventor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek